παρακαλεστικός

παρακαλεστικός
-ή, -ό [παρακαλεστός]
παρακλητικός, ικετευτικός.
επίρρ...
παρακαλεστικά
με παρακλητικό, ικετευτικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρακλητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράκληση, στην ικεσία, ο παρακαλεστικός, ο ικετευτικός: Από το παρακλητικό βλέμμα που μου έριξε, κατάλαβα τη δύσκολη θέση του. 2. το θηλ. ως ουσ., παρακλητική λειτουργικό βιβλίο της Εκκλησίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”